- ἐνέπτυσαν
- ἐμπτύωspit intoaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… … Dictionary of Greek